- δειλαιότης
- δειλαιότης, ητος, ἡ, Elend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δειλαιότης — δειλαιότης, η (Α) [δείλαιος] δυστυχία, αθλιότητα … Dictionary of Greek
δειλαιότητα — δειλαιότης misery fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)